μακαρονάδικο

μακαρονάδικο
το
1. το εργοστάσιο που παράγει μακαρόνια.
2. το εστιατόριο που παρασκευάζει φαγητά με βάση τα μακαρόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακαρονάδικο — το [μακαρονάδα] 1. μακαρονοποιείο 2. κατάστημα στο οποίο προσφέρεται μακαρονάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”